- ισόδενδρος
- ἰσόδενδρος, -ον (Α)1. ο ίσος με κάποιο χαρακτηριστικό τού δέντρου («ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος», Πίνδ.)2. ψηλός, μεγάλος σαν δέντρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + δἐνδρον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοδένδρου — ἰσόδενδρος equal to that of a tree masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδένδρους — ἰσόδενδρος equal to that of a tree masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek